-
1 станок
1. (машина для обработки) η εργαλειομηχανή, η μηχανήбуровой - το (αυτοκινούμενο/μεταφερόμενο) μηχάνημα γεώτρησηςвинторезный - το μηχάνημα ελικοτόμησης, ο τόρνος σπειρωμάτωνдолбёжный - (по металлу) - της διάνοιξης επιμηκών οπών, ο σφηνοκόπτηςзуборезный - ο γραναζοκόφτης, η μηχανή κατασκευής οδοντώσεωνклепальный - το μηχάνημα των ηλώσεων/καρφώσεωνкромкострогальный - η μηχανική πλάνη των άκρων/ακμώνпродольно-строгальный - см. строгальный -расточный - το διατρητικό μηχάνημα, το μηχανικό τρυπάνιревольверный - см. токарный револьверный -ткацкий - ο αργαλειός, η υφαντική μηχανή- токарный фасонно-отрезной автомат ο αυτόματος τόρνος ελβετικού τύπου (για μικρά αντικείμενα ακριβείας)трубонарезной - для нарезания внутренней резьбы το κολαούζο (ξεν.)фрезерный - η φρέζα, η εγκλυφική μηχανήшероховальный - (рез.) η μηχανή στίλβωσης των μετάλλων2. (опора, основание) το υποστήριγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > станок
-
2 станок
станок м ηεργαλειομηχανή; печатный \станок το τυπογραφικό πιεστήριο; ткацкий \станок η υφαντουργική μηχανή; токарный \станок ο τόρνος* * *мη εργαλειομηχανήпеча́тный стано́к — το τυπογραφικό πιεστήριο
тка́цкий стано́к — η υφαντουργική μηχανή
тока́рный стано́к — ο τόρνος
-
3 револьверный
револьвер||ныйприл τοῦ περίστροφου, τοῦ πιστολιοῦ, τοῦ ρεβόλβερ:\револьверныйный выстрел ἡ πιστολιά· ◊ \револьверныйный станок тех. ὁ περιστροφικός τόρνος. -
4 станок
станокм1. тех. ἡ ἐργαλειομηχανή. ἡ μηχανή:ткацкий \станок ὁ ἀργαλειός· печатный \станок τό πιεστήριο τυπογραφείου· сверлильный \станок τό δράπανο· токарный \станок ὁ τόρνος·2. воен. τό ὑποστήριγμα (оружия)! ὁ κιλλίβας (орудия):\станок пулемета τό ὑποστήριγμα πολυβόλου· прицельный \станок ὑποστήριγμα σκοπεύσεως. -
5 токарный
токарныйприл τορνευτικός:\токарный станок ὁ τόρνος. -
6 револьверный
επ., του ρεβόλβερ•-ая кобура η θήκη του ρεβόλβερ.
εκφρ.револьверный станок – περιστροφικός τόρνος. -
7 самоточка
-и θ.τόρνος αυτόματος. -
8 станок
станок 1-нка α.1. εργατομηχανή•фрезерный, станок φραίζα κατατομών•
ткэцкий станок ο αργαλειός•
токарный станок ο τόρνος•
типографический ή печатный станок πιεστήριο τυπογραφείου•
сверлильный станок διατρητικό μηχάνημα, τρίπανο μηχανοκίνητο.
2. βλ. стан?3. κιλλίβαντας πυροβόλου ή πολυβόλου. || οκρίβαντας.4. υποστήριγμα.5. στήριγμα (γυμναστικής εξάσκησης).6. συσκευή προσαρμογής. || ξεχωριστό τμήμα σταύλου•станок для телят τμήμα σταύλου για τα μοσχαράκια.
станок 2-нка α.1. παλ. σταθμός οδικός.2. χωριουδάκι (στη Σιβηρία). -
9 токарный
επ.του τόρνου•токарный станок ο τόρνος•
-ое дело η τορνευτική τέχνη•
βλ. токарня.
См. также в других словарях:
τόρνος — carpenter s tool for drawing a circle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… … Dictionary of Greek
τόρνος — ο μηχάνημα για την κατεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ., που περιστρέφονται μπροστά σε γλύφανο του χειριστή για απόχτηση κανονικού σχήματος, σφαιρικού, ελλειψοειδούς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόρνοι — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοις — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνοισιν — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνον — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνου — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόρνῳ — τόρνος carpenter s tool for drawing a circle masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνίσκος — ὁ, Α μικρός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόρνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
τορόνος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τόρνος, Ταραντῑνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τόρνος σχηματισμένος από ένα δυσερμήνευτο θ. τορο . Κατά την πιθανότερη άποψη, το ο τού τ. τορόνος είναι φωνήεν ανάπτυξης, ενώ λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη ότι ο τ. τορόνος… … Dictionary of Greek